ιερατικός — ή, ό (ΑΜ ἱερατικός, ή, όν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ιερέα ή στην ιερατεία (α. «ιερατική σχολή» β. «ἱερατικὸν στέφανον», Πλούτ.) νεοελλ. φρ. «ιερατική γραφή» και «ιερατικά» μορφή εξέλιξης τής ιερογλυφικής στην Αίγυπτο μσν. το ουδ. ως ουσ … Dictionary of Greek
ἱερατικός — ἱερᾱτικός , ἱερατικός priestly masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιερατικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στον ιερέα ή γενικά στον κλήρο: Ιερατικό αξίωμα. – Φοίτησε σε ιερατική σχολή. – Περιβλήθηκε το ιερατικό σχήμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἱερατικά — ἱερατικόν priestly neut nom/voc/acc pl ἱερᾱτικά , ἱερατικός priestly neut nom/voc/acc pl ἱερᾱτικά̱ , ἱερατικός priestly fem nom/voc/acc dual ἱερᾱτικά̱ , ἱερατικός priestly fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιεροφάντης — Ανώτατος εκκλησιαστικός άρχοντας στην αρχαία Ελλάδα, ο οποίος γνώριζε όλα τα σχετικά με τη θρησκεία ζητήματα. Ήταν ο ιερατικός άρχοντας στη λατρεία των Ελευσίνιων μυστηρίων και ανήκε πάντα στο γένος των Ευμολπιδών. * * * ὁ (Α ἱεροφάντης και ιων.… … Dictionary of Greek
ἱερατικῶν — ἱερατικόν priestly neut gen pl ἱερᾱτικῶν , ἱερατικός priestly fem gen pl ἱερᾱτικῶν , ἱερατικός priestly masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱερατικόν — priestly neut nom/voc/acc sg ἱερᾱτικόν , ἱερατικός priestly masc acc sg ἱερᾱτικόν , ἱερατικός priestly neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Koraīs — (von den Franzosen Coray genannt), Adamantios geb 27. Apr. 1748 in Smyrna, widmete sich anfänglich dem kaufmännischen Stande, weshalb er 1772–78 nach Amsterdam ging. Nebenbei wandte er seine Zeit fortwährend auf Erlernung der Wissenschaften u.… … Pierer's Universal-Lexikon
Hierático — (Del lat. hieraticus < gr. hieratikus, sacerdote.) ► adjetivo 1 Se aplica a la expresión o gesto que no muestra los sentimientos: ■ su hierática mirada me confundió. SINÓNIMO impasible 2 Propio de los sacerdotes o cosas sagradas. SINÓNIMO… … Enciclopedia Universal
αγιατολλάχ — (āyāt Allāh) ιερατικός τίτλος της ισλαμικής αιρέσεως τών Σιιτών … Dictionary of Greek
αμβρόσιος — I (Saint Ambrose, Τρέβιρα 340 – Μιλάνο 397 μ.Χ.). Άγιος και διδάσκαλος της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας. Γιος Ιταλών χριστιανών, σπούδασε στη Ρώμη νομικά, λατινική και ελληνική φιλολογία και διορίστηκε διοικητής της Λιγυρίας Εμιλίας με έδρα το Μιλάνο … Dictionary of Greek